"I like baseball, movies, good clothes, fast cars and you. What else do you need to know?"
-Την "μαύρη Τρίτη" 29 Οκτωβρίου 1929 ο dow jones έχασε 12% και η αμερικάνικη αγορά 14 δισ. δολάρια από την αξία της, με εβδομαδιαίες απώλειες ύψους 30 δισ. δολαρίων, ήτοι κατά 10 φορές μεγαλύτερες του ετήσιου προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και κατά πολλές φορές μεγαλύτερες των χρημάτων που είχαν δαπανήσει οι Η.Π.Α. κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Η χρηματιστηριακή κρίση του 1929, γνωστή στην παγκόσμια ιστορία ως "κραχ", έκανε βαθιά τομή στην εγχώρια οικονομία σημαδεύοντας την ίδια στιγμή κατά τρόπο ανεξίτηλο την αμερικάνικη κοινωνία.
Την περίοδο που ακολούθησε το κραχ οι ληστείες τραπεζών, όσων δεν είχαν καταρρεύσει εξαιτίας της κατακόρυφης απώλειας της αξίας των μετοχών τους, έδιναν κι έπαιρναν. Οι αρχές δεν άργησαν να "αναδείξουν" ως πρωταγωνιστή στις ληστείες τραπεζών τον γκάνγκστερ Τζον Ντίλιντζερ γνωστό, πάνω απ' όλα, για την ταχύτητα με την οποία ολοκλήρωνε μία ληστεία (1 λεπτό και 40 δεύτερα) και να τον ανακηρύξουν ως τον υπ' αριθμόν 1 "δημόσιο κίνδυνο". Αφενός η τρωθείσα αξιοπιστία των τραπεζών έναντι των πελατών τους και η απεγνωσμένη ανάγκη της αμερικάνικης κοινωνίας για δημιουργία ηρώων μεσούσης της οικονομικής δυσπραγίας και της κοινωνικής αποδόμησης, αφετέρου η εικόνα που διαμόρφωσε με επιδεξιότητα ο Ντίλιντζερ για τον ίδιο και προέβαλε μέσω των μ.μ.ε. της εποχής, εικόνα που τον παρουσίαζε να ληστεύει τις τράπεζες και τους τραπεζίτες και όχι τον αμερικάνικο λαό, στάθηκαν συνθήκες πρόσφορες, την δεδομένη στιγμή, για την δημιουργία ενός μύθου γύρω από το όνομά του και την αναγωγή του σε σύγχρονο ρομπέν των δασών που πολεμάει το σύστημα και τους ιθύνοντες και στέκεται στο πλευρό των αδικημένων.-
---Την προσωπικότητα του Ντίλιτζερ επιλέγει ο Μάικλ Μαν να προσεγγίσει στην τελευταία του ταινία, χωρίς όμως να παρουσιάσει μία κλασική βιογραφία με αρχή, μέση και τέλος, αλλά φωτίζοντας επιλεκτικά κάποιες πτυχές της και σκηνοθετώντας κατ' ουσίαν μία ταινία δράσης, κάτι το οποίο έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι ξέρει να κάνει καλά. Εστιάζει στην ικανότητα του Ντίλιντζερ να κερδίζει τον θαυμασμό και την εύνοια των πολιτών, στην ευρηματικότητα με την οποία σχεδιάζει και εκτελεί τόσο μια ληστεία όσο και μια απόδραση από την φυλακή πληγώνοντας ανεπανόρθωτα το γόητρο της αμερικάνικης αστυνομίας και περιγελώντας την ανενδοίαστα (χαρακτηριστική η σκηνή που ο Ντίλιντζερ μπαίνει σαν κύριος στο αστυνομικό τμήμα, περνάει μπροστά απ' όλους τους αστυνομικούς που είναι επιφορτισμένοι με την καταδίωξη και την σύλληψή του, χωρίς κανείς να τον αντιληφθεί και να τον ενοχλήσει και εξέρχεται το ίδιο χαλαρά και άνετα) και στον έρωτά του για την Μπίλι Φρεσέτ, μία νεαρή Κρεολή, αέρινη και διάφανη, η οποία δέχεται να τον ακολουθήσει άνευ όρων από την πρώτη κιόλας στιγμή. Εκείνο πού τραβάει, όμως περισσότερο την προσοχή, από τεχνικής άποψης, είναι η σκηνοθετική υπέρβαση που πραγματοποιεί ο Μάικλ Μαν, όταν παίρνει το ρίσκο να γυρίσει μία ταινία εποχής με ψηφιακό βίντεο. Το αποτέλεσμα σου κόβει την ανάσα. Στην κυριολεξία. Είμαστε στο 1934 και η οθόνη πλημμυρίζει από υπερσύγχρονη τεχνολογία. Αναχρονισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Ο σκηνοθέτης δεν αγιοποιεί τον ήρωά του, αλλά τον παραδίδει στην ελεύθερη κρίση των θεατών μ' ένα "μικρό" συγκριτικό πλεονέκτημα : την υποκριτική δεινότητα του πρωταγωνιστή του. Ο Τζόνι Ντεπ φαίνεται να απολαμβάνει όσο δεν πάει τον ρόλο του, ο οποίος του πάει γάντι, και αναπόφευκτα "μπαίνει στο αίμα" του θεατή προφέροντας, με τον χαρακτηριστικό ευφυή του τρόπο μια σειρά από διαολεμένες ατάκες τύπου : "what keeps you up at night??- coffee".
Στον αντίποδα του Ντίλιντζερ, ο Μέλβιν Πέρβις εκπρόσωπος των Αρχών δίωξης του οργανωμένου εγκλήματος, πράκτορας του μεταγενέστερα συσταθέντος FBI, κηρύσσει ανοιχτά τον πρώτο "πόλεμο" των Η.Π.Α. κατά του οργανωμένου εγκλήματος, σε μια προσπάθεια ανάκτησης από την πλευρά της αστυνομίας της χαμένης της αξιοπιστίας και βαφτίζει προσωπική του υπόθεση την σύλληψη του Τζον Ντίλιντζερ. Η ερμηνεία του Κρίστιαν Μπέιλ στο ρόλο του Πέρβις είναι μάλλον χλιαρή, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν κατορθώνει να αποδώσει τον χαρακτήρα του ρόλου του, ως φιλόδοξου αστυνομικού που κρατά κάποιες στοιχειώδεις ισορροπίες και δεν ισοπεδώνει τα πάντα στην προσπάθειά του ν' ανέβει ψηλά, έρχεται σε δεύτερο πλάνο, όμως, καθώς την προσπερνά με ταχύτητα φωτός η σαρωτική προσωπικότητα που πλάθει ο Ντεπ για τον ήρωά του....
Ως προς το ταίριασμα μπροστά στην κάμερα Ντεπ-Κοντιγιάρ μιλάνε οι εικόνες και τα πλάνα από μόνα τους ! α και οι διάλογοι, ειδικά οι ατάκες κατά την διεκδίκηση, που δεν χρειάστηκε να τραβήξει και πολυ.....
Υπάρχει μία μεγάλη αδυναμία, όμως, στην ταινία του Μάικλ Μαν, αδυναμία καθοριστική για το αποτέλεσμα και για την γεύση που αφήνει στον θεατή : έλλειψη σεναρίου. Όσο κι αν οι σκηνές δράσης είναι απίστευτα δουλεμένες, όσο κι αν ο Τζόνι Ντεπ παραδίδει μαθήματα υποκριτικής δεξιοτεχνίας, η ταινία πάσχει αθεράπευτα από έλλειψη σεναρίου, γεγονός το οποίο κουράζει τον θεατή και μετράει αρνητικά για το σύνολο του έργου.
Για πάμε μία από την αρχή : Ιούλιος, με την σκέψη καρφωμένη στις διακοπές που βιάζονται να έρθουν, θερινό σινεμά, γρανίτα παγωμένη, μεγάλη οθόνη, Τζόνι Ντεπ στα καλύτερά του, Μαριόν Κοντιγιάρ αέρινη και πανέμορφη, δράση διά χειρός Μάικλ Μαν, έξυπνες ατάκες και καλοδουλεμένοι διάλογοι : δεν είναι αρκετά;;;; ας κάνουμε μία μικρή παραχώρηση στο σενάριο "που λείπει", είναι εδώ όλα τ' άλλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου