"....και βέβαια ένας ποιητής δεν μπορεί να είναι ποτέ ρεαλιστής. Δεν υπάρχει ρεαλιστική ποίηση, υπάρχει μόνο ρεαλιστική πεζογραφία. Κι αν κανείς "διαβάσει" τον Μελισσοκόμο στην τονικότητα του ρεαλισμού, είναι σαν να επιχειρεί να παίξει σε ντο μια παρτιτούρα γραμμένη σε φα. Δυστυχώς είνια πολλοί αυτοί που δεν προσέχουν τα τονικά κλειδιά σ' ένα έργο τέχνης και επιμένουν να ψέλνουν το τροπάρι τους στην απλή τονικότητα του ρεαλισμού που γνωρίζουν από νήπια. Ο μελισσοκόμος, λοιπόν, σε καμία περίπτωση δεν είναι ρεαλσιτική ταινία. Εκτός από τον εμφατικά αντιρεαλιστικό διάλογο και τον εξίσου αντιρεαλιστικό λόγο του αφηγητή, θυμίζουμε μερικά σκηνοθετικά ευρήματα καταφάνερα αντιρεαλιστικά.. Όπως για παράδειγμα, ο δρόμος που φτιάχτηκε μόνο για τις ποιητικές ανάγκες της ταινίας, μέσα στο χέρσο τοπίο ίσα ίσα για να προχωρήσει το αυτοκίνητο του Σπύρου και να σταματήσει σ' ένα ορισμένο σημείο πρόσφορο για την διευθέτηση των εικαστικών δεδομένων του πλάνου. Όπως η είσοδος του κινηματογράφου που θα ήταν ρεαλιστικά αδύνατο να βρίσκεται ακριβώς πάνω στις γραμμές του τραίνου. Όπως το αυτοκίνητο που σπάει μία προθήκη και στη συνέχεια φεύγει εντελώς ανενόχλητο. Όπως το εγκλωβισμένο στο χώρο, όπου τελείται η γαμήλια τελετή, πουλί. Και, κυρίως, όπως μπαίνει και βγαίνει στη δράση, εντελώς αυθαίρετα η κοπέλα.
Στο Ταξίδι στα Κύθηρα δεν είναι ο γέρο- Σπύρος, αλλά η ελληνική ιστορία αυτή που προσπαθεί να επιστρέψει στον τόπο της...ο γερο- Σπύρος, δημιουργός και φορέας της ιστορίας του τόπου θα διωχθεί από τον τόπο του και θα γίνει μέτοικος, γιατί ο τόπος του έχει προ πολλού γεμίσει εποίκους. Η εσωτερική κατοχή δεν τελείωσε ποτέ στην Ελλάδα. Που πααμένει μια χώρα περήφανη για την ιστορία της, μόνο στην περίπτωση που η ιστορία αυτή έχει ήδη γραφτεί από άλλους. Οι έποικοι δεν γράφουν ιστορία, αντιγράφουν την ήδη γραμμένη από τους πεθαμένους και τους μετοίκους ιστορία, που την οικειοποιούνται αναίσχυντα, όταν χρειάζεται να αποδείξουν την εγκυρότητα των τίτλων ιδιοκτησίας.
Σπύρος, επίσης, ονομάζεται κι ο μελισσοκόμος που έχει μια συγγένεια ιδεολογική και δραματουργική πρώτου βαθμού με τον γέρο- Σπύρο της προηγούμενης ταινίας. (Ασφαλώς δεν είναι τυχαία η επιλογή του ονόματοςτων δύο συνονόματων ηρώων : το Σπύρος κατάγεται ετοιμολογικά από το ρήμα σπέρνω και εννοιολογικά παραπέμπει στο σπόρο, τη φύτρα, δηλαδή σε μια "δυνάμει" ζωή που θα γίνει "ενεργεία" ζωή, όταν ο σπόρος βρεθεί στις κατάλληλες συνθήκες.
Ο Σπύρος - μελισσοκόμος (Μαρτσέλο Μαστρογιάννι) είναι κι αυτός αυτοεξόριστος στον ίδιο του τον τόπο, που δεν έχει που να σταθεί, γιατί δεν υπάρχει γι αυτόν τόπος στον τόπο του : ο Σπύρος είναι κι αυτός κάτοικος της ουτοπίας της προηγούμενης ταινίας. Όμως, δεν θα ήταν δυνατό να επιστρέψει στον ουτοπικό τόπο του για τον απλό λόγο πως ήδη βρίσκετι σε αυτόν....
..........ο Σπύρος ήταν επαναστάτης και δεν είχε ακόμα εγκατασταθεί, που μπορεί να υποχρεώθηκε σε συμβιβασμούς στη συνέχεια, αλλά που δεν έχασε ποτέ το αρχικό του όραμα για μια κοινωνία στην οποία οι ανθρώπινες σχέσεις δεν θα εγκλωβίζονται σε πανάρχαιους, πιεστικούς κοινωνικούς θεσμούς. Ο Σπύρος συνεχίζει να είναι ένας γνήσιος επαναστάτης μόνο και μόνο γιατί αρνείταο να εκστομίσει εκείνη την αστική φρικωδία : "καλά είμαι εδώ δόξα τω θεώ -ή όποιον άλλον βοήθησε. Καλά τα κατάφερα μέχρι σήμερα στον προσωπικο μου βίο : έχω ένα σπίτι, μία γυναίκα και τρία παιδιά. Τι άλλο θα μπορούσα να επιθυμήσω για να ολοκληρωθεί η ευτυχία μου;" Μα, ω ολιγαρκείς, η επιθυμία είτε δεν έχει όρια είτε δεν είναι επιθυμία. Κι αν τα έχω όλα θα μου χρειάζονται ο ουρανός με τ' άστρα. Αν σταματήσειη ατέρμονη επιθυμία θα σταματήσει κι η ιστορία.....